”ρευστοποιώ: 1.μετατρέπω μια στερεά ύλη (σώμα) σε ρευστή· (πρβ. υγροποιώ). 2. (μτφ.) μετατρέπω σε ρευστό χρήμα (ανταλλάσσω με ρευστό χρήμα) ένα περιουσιακό στοιχείο, ένα εμπορεύσιμο είδος, ένα χρηματιστηριακό τίτλο κτλ. ρευστοποίηση: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρευστοποιώ. 1. μετατροπή στερεάς ύλης σε ρευστή. 2. μετατροπή περιουσιακού στοιχείου, εμπορεύματος κτλ. σε ρευστό χρήμα.” Λεξικό Τριανταφυλλίδη. Ομολογώ την αμαρτία μου. Με την woke κουλτούρα δεν […]

WOKE: Στην εποχή της ”ρευστοποίησης”olympia

Διαβάστε την συνέχεια εδώ…